μαρμαρόστρωση

μαρμαρόστρωση
η
η επένδυση ή επίστρωση επιφάνειας με μάρμαρα ή με μαρμαρόπλακες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαρμάρωση — η (AM μαρμάρωσις, εως) [μαρμαρώνω] επένδυση ή επίστρωση με μάρμαρο, μαρμαρόστρωση νεοελλ. (φωτογρ.) ανωμαλία που παρατηρείται στις φωτογραφικές πλάκες κατά την εμφάνισή τους εξαιτίας κακού χειρισμού ή αλλοιώσεων τού υγρού εμφάνισης μσν. αρχ. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”